κοπρόσκυλο

κοπρόσκυλο
το
1. σκυλί που ζει στη βρομιά, που δεν είναι ράτσας και γυρίζει αδέσποτο, κοπρίτης
2. (για πρόσ.) μτφ. οκνηρός, τεμπέλης, τεμπελόσκυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -σκυλο (< σκυλί), πρβλ. κυνηγό-σκυλο, τεμπελό-σκυλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοπρόσκυλο — το 1. το σκυλί που ζει στις κοπριές ή που δεν απομακρύνεται από το σπίτι. 2. άνθρωπος νωθρός και ανάξιος, άχρηστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοπροσκυλιάζω — και κοπροσκυλώ, άω [κοπρόσκυλο] (για πρόσ.) είμαι κοπρίτης, περιφέρομαι σαν κοπρόσκυλο, είμαι τεμπέλης …   Dictionary of Greek

  • κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… …   Dictionary of Greek

  • ακαματόσκυλο — το (περιφρονητικά για άνθρωπο) πολύ ακαμάτης, κοπρόσκυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακαμάτης + σκυλί] …   Dictionary of Greek

  • κοπρίτης — ο (Μ κοπρίτης) [κόπρος (Ι)] βρομιάρης νεοελλ. 1. αυτός που ζει μόνο για να κοπρίζει, τεμπέλης, οκνηρός, ανίκανος 2. νωθρός και δειλός, άνανδρος 3. σκυλί που ζει στη βρομιά, που δεν είναι ράτσας και κυκλοφορεί αδέσποτο, κοπρόσκυλο …   Dictionary of Greek

  • κοπροζάγαρος — κοπροζάγαρος, ὁ (Μ) κοπρόσκυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + ζάγαρ ος (< ζαγάρι + μεγεθ. κατάλ. αρος, πρβλ. παίδ αρος, σκύλ αρος)] …   Dictionary of Greek

  • κοπροσκούληκας — ο 1. σκουλήκι που ζει στην κοπριά 2. (για πρόσ.) κοπρίτης, κοπρόσκυλο, άνθρωπος που δεν απομακρύνεται από το σπίτι του για να βρει δουλειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + σκούληκ ας (< σκουλήκι + μεγεθ. κατάλ. ας, πρβλ. λέλεκ ας, μέρμηγκ ας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”